ἐπίπαστον

ἐπίπαστον
ἐπίπαστος
sprinkled over
masc/fem acc sg
ἐπίπαστος
sprinkled over
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίπαστος — η, ο (Α ἐπίπαστος, η, ον) [επιπάσσω] πασπαλισμένος πάνω σε κάτι ή με κάτι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπαστον α) είδος πλακούντα (πίτας) πασπαλισμένου με καρυκεύματα β) ἐπίπαστον (ενν. φάρμακον) έμπλαστρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”